θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek
λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αλγίνη — ή αλγινάτη, η Χημ. κολλοειδής οργανική ουσία που παράγεται από φύκια τής θάλασσας ορισμένων περιοχών και είναι δυνατό να κλωστοποιηθεί. Αποτελείται κυρίως από τα αλγινικά άλατα τού νατρίου και τού μαγνησίου. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή… … Dictionary of Greek
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
κολλοειδοθεραπεία — η χρησιμοποίηση στη θεραπευτική κολλοειδών μετάλλων και αμετάλλων λόγω τής εύκολης διάχυσής τους διά μέσου ζωντανών ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊdotherapie < colloϊdo (< colloϊde «κολλοειδής») + therapie (< θεραπεία)] … Dictionary of Greek
κολλοειδοκλασία — η ιατρ. διαταραχή τής ισορροπίας τών κολλοειδών τού αίματος κατά τη διάρκεια παθολογικών φαινομένων, όπως τού σοκ, τής ασθματικής κρίσης, τής κνίδωσης κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊdoclasie < colloϊdo (< colloϊde… … Dictionary of Greek
κολλοειδοπηξία — η βιολ. στερέωση τών κολλοειδών χρωστικών από τα ιστιοκύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊdopexie < colloϊdo (< colloide «κολλοειδής») + pexie (< νεολατ. pexia < πηξία < πήξις < πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
σταθεροποιητής — ο, Ν 1. ναυτ. καθεμιά από τις δύο προεξοχές στα πλάγια ύφαλα τού πλοίου, αλλ. σταθεροποιητικό πτερύγιο 2. χημ. χημική ουσία η οποία, δρώντας ως παρεμποδιστής ή αρνητικός καταλύτης, αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής… … Dictionary of Greek